συμπαίκτης
[simˈbektis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, συμπαίκτρια [simˈbektria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Mitspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμπαίκτηςSpielkameradαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμπαίκτηςσυμπαίκτης