συμβιβασμός
[simvivazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kompromissαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυμβιβασμόςσυμβιβασμός
- Vergleichαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυμβιβασμός νομικός όρος | Rechtswesenνομσυμβιβασμός νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Einigungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμβιβασμός νομικός όρος | Rechtswesenνομσυμβιβασμός νομικός όρος | Rechtswesenνομ