„συμβάλλω“: αμετάβατο ρήμα συμβάλλω [simˈvalo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-νέβαλα; -μβλήθηκα; -μβλημένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) beitragen beitragen (σε zu) συμβάλλω συμβάλλω