„συγχυσμένος“ συγχυσμένος [siŋçizˈmenos], συγχυσμένη, συγχυσμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verwirrt, irritiert, aufgeregt, konfus verwirrt, irritiert, aufgeregt, konfus συγχυσμένος πνευματικά συγχυσμένος πνευματικά