συγχρονισμός
[siŋxronizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Aufeinanderabstimmenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυγχρονισμόςσυγχρονισμός
- Synchronisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγχρονισμός τεχνική | Technikτεχνσυγχρονισμός τεχνική | Technikτεχν