συγκρότημα
[siŋˈgrotima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gruppeθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκρότημα οικονομία | WirtschaftοικονKonzernουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυγκρότημα οικονομία | Wirtschaftοικονσυγκρότημα οικονομία | Wirtschaftοικον
ejemplos
- (μουσικό) συγκρότημαMusikgruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κτηριακό συγκρότημαGebäudekomplexαρσενικό | Maskulinum, männlich m