συγκοινωνιακός
[siŋgjinoniaˈkos], συγκοινωνιακή, συγκοινωνιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verkehrs-συγκοινωνιακόςσυγκοινωνιακός
ejemplos
- συγκοινωνιακό μέσοουδέτερο | Neutrum, sächlich nVerkehrsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n