συγκλονιστικός
[siŋglonistiˈkos], συγκλονιστική, συγκλονιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- erschütterndσυγκλονιστικόςσυγκλονιστικός
- reißerischσυγκλονιστικός που προκαλεί αίσθησησυγκλονιστικός που προκαλεί αίσθηση