„συγκινώ“: μεταβατικό ρήμα συγκινώ [siŋgjiˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) rühren, bewegen, ergreifen rühren, bewegen, ergreifen συγκινώ συγκινώ