„συγγράφω“: μεταβατικό ρήμα συγγράφω [siŋˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-έγραψα; -γράφηκα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verfassen, schreiben verfassen, schreiben συγγράφω βιβλίο, επιστημονική εργασία συγγράφω βιβλίο, επιστημονική εργασία