στύλος
[ˈstilos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Mastαρσενικό | Maskulinum, männlich mστύλος ηλεκτρολογία | Elektrizität, ElektrotechnikηλεκτρPfeilerαρσενικό | Maskulinum, männlich mστύλος ηλεκτρολογία | Elektrizität, ElektrotechnikηλεκτρPfostenαρσενικό | Maskulinum, männlich mστύλος ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρστύλος ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
- Griffelαρσενικό | Maskulinum, männlich mστύλος βοτανική | Botanikβοτστύλος βοτανική | Botanikβοτ
ejemplos
- στύλος αναρρίχησηςKletterstangeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- στύλος γέφυραςBrückenpfeilerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- στύλος τοτέμTotempfahlαρσενικό | Maskulinum, männlich m