„στρωμένος“ στρωμένος [stroˈmenos], στρωμένη, στρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) gedeckt gedeckt στρωμένος τραπέζι στρωμένος τραπέζι