„στραβόξυλο“: ουδέτερο στραβόξυλο [straˈvoksilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Querkopf, Muffel Querkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m στραβόξυλο Muffelαρσενικό | Maskulinum, männlich m στραβόξυλο στραβόξυλο