„στοιχίζω“: αμετάβατο ρήμα στοιχίζω [stiˈçizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) kosten kosten στοιχίζω στοιχίζω ejemplos πόσο στοιχίζει; was kostet das?, wie viel kostet das? πόσο στοιχίζει;