„στιλπνός“ στιλπνός [stilpˈnos], στιλπνή, στιλπνόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) geglättet, poliert geglättet, poliert στιλπνός στιλπνός