στηθόδεσμος
[stiˈθoðezmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- BHαρσενικό | Maskulinum, männlich mστηθόδεσμοςBüstenhalterαρσενικό | Maskulinum, männlich mστηθόδεσμοςστηθόδεσμος