„στενοσόκακο“: ουδέτερο στενοσόκακο [stenoˈsokako]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gässchen Gässchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n στενοσόκακο στενοσόκακο