στεγνώνω
[steˈɣnono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- trocknenστεγνώνω μαλλιά, ρούχαστεγνώνω μαλλιά, ρούχα
- abtrocknenστεγνώνω χέρια, πιάταστεγνώνω χέρια, πιάτα
- austrocknenστεγνώνω ξηραίνωστεγνώνω ξηραίνω
στεγνώνω
[steˈɣnono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- trocknen, trocken werden, abtrocknenστεγνώνωστεγνώνω
- austrocknenστεγνώνω ξηραίνομαιστεγνώνω ξηραίνομαι
- eintrocknenστεγνώνω μελάνι, λίμνηστεγνώνω μελάνι, λίμνη