„στεγνός“ στεγνός [steˈɣnos], στεγνή, στεγνόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) trocken, durr, steril trocken στεγνός στεγνός durr στεγνός αδύνατος στεγνός αδύνατος steril στεγνός χωρίς ζωντάνια στεγνός χωρίς ζωντάνια ejemplos στεγνό καθάρισμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n chemische Reinigungθηλυκό | Femininum, weiblich f στεγνό καθάρισμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n