„σταμάτημα“: ουδέτερο σταμάτημα [staˈmatima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Stockung Stockungθηλυκό | Femininum, weiblich f σταμάτημα σταμάτημα