„στέγνωμα“: ουδέτερο στέγνωμα [ˈsteɣnoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Trocknen Trocknenουδέτερο | Neutrum, sächlich n στέγνωμα στέγνωμα