σποραδικός
[sporaðiˈkos], σποραδική, σποραδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sporadisch, gelegentlichσποραδικόςσποραδικός
¡Muchas gracias por su comentario!