σπορά
[spoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Aussaatθηλυκό | Femininum, weiblich fσποράσπορά
- Saat(zeit)θηλυκό | Femininum, weiblich fσπορά εποχή της σποράςσπορά εποχή της σποράς