„σπασμός“: αρσενικό σπασμός [spazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Krampf, Zuckung Krampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπασμός σπασμός Zuckungθηλυκό | Femininum, weiblich f σπασμός σπαρτάρισμα σπασμός σπαρτάρισμα