„σοσιαλιστής“: αρσενικό σοσιαλιστής [sosialisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Sozialist Sozialistαρσενικό | Maskulinum, männlich m σοσιαλιστής σοσιαλιστής