„σοκολατάκια“: πληθυντικός ουδετέρου σοκολατάκια [sokolaˈtakjia]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Konfekt Konfektουδέτερο | Neutrum, sächlich n σοκολατάκια σοκολατάκια