„σμηγματογόνος“ σμηγματογόνος [zmiɣmatoˈɣonos], σμηγματογόνη, σμηγματογόνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Talg- Talg- σμηγματογόνος σμηγματογόνος ejemplos σμηγματογόνος αδέναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Talgdrüseθηλυκό | Femininum, weiblich f σμηγματογόνος αδέναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m