σκωληκοειδής
[skolikoiˈðis], σκωληκοειδής, σκωληκοειδέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- σκωληκοειδής απόφυσηθηλυκό | Femininum, weiblich f ιατρική | MedizinιατρAppendixαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Wurmfortsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m