„σκούντημα“: ουδέτερο σκούντημα [ˈskundima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Stups Stupsαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκούντημα σκούντημα