„σκοτείνιασμα“: ουδέτερο σκοτείνιασμα [skoˈtiɲazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Trübung Trübungθηλυκό | Femininum, weiblich f σκοτείνιασμα σκοτείνιασμα