σκορ
[skor]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Spielstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκορσκορ
- Torverhältnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκορ κ. ποδόσφαιροσκορ κ. ποδόσφαιρο
ejemplos
- τελικό σκορEndstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κρατάω σκορ
- σκορ ημιχρόνουHalbzeitstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m