„σκοντάφτω“: αμετάβατο ρήμα σκοντάφτω [skonˈdafto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) stolpern stolpern (σε über+αιτιατική | +Akkusativ +akk) σκοντάφτω σκοντάφτω