„σκανταλιάρης“: αρσενικό σκανταλιάρης [skandaˈʎaris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Querulant Querulantαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκανταλιάρης σκανταλιάρης