„σημείωμα“: ουδέτερο σημείωμα [siˈmioma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Notiz, Zettel, Merkblatt Notizθηλυκό | Femininum, weiblich f σημείωμα σημείωμα Zettelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σημείωμα γραμμένο Merkblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n σημείωμα γραμμένο σημείωμα γραμμένο ejemplos αφήνω (ένα) σημείωμα einen Zettel hinterlassen αφήνω (ένα) σημείωμα