„σεσημασμένος“ σεσημασμένος [sesimazˈmenos], σεσημασμένη, σεσημασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) polizeilich erfasst polizeilich erfasst σεσημασμένος σεσημασμένος ejemplos σεσημασμένος στο ποινικό μητρώο vorbestraft σεσημασμένος στο ποινικό μητρώο