σεξουαλικός
[seksualiˈkos], σεξουαλική, σεξουαλικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- σεξουαλική διαπαιδαγώγησηθηλυκό | Femininum, weiblich fSexualerziehungθηλυκό | Femininum, weiblich fSexualkundeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σεξουαλική επαφήθηλυκό | Femininum, weiblich fVerkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich mGeschlechtsverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σεξουαλική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich fSexuallebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos