„σεξιστής“: αρσενικό σεξιστής [seksisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Sexist Sexistαρσενικό | Maskulinum, männlich m σεξιστής σεξιστής