„σατανάς“: αρσενικό σατανάς [sataˈnas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Satan, Teufel Satanαρσενικό | Maskulinum, männlich m σατανάς σατανάς Teufelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σατανάς πανέξυπνος, πανούργοςκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ σατανάς πανέξυπνος, πανούργοςκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ