σακατεμένος
[sakateˈmenos], σακατεμένη, σακατεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- verkrüppeltσακατεμένοςσακατεμένος
- ausgelaugt, ausgepumptσακατεμένος οικείο | umgangssprachlichοικσακατεμένος οικείο | umgangssprachlichοικ