σάλα
[ˈsala]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Wohnzimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich nσάλα σαλόνιSalonαρσενικό | Maskulinum, männlich mσάλα σαλόνισάλα σαλόνι
- Saalαρσενικό | Maskulinum, männlich mσάλα μεγάλη αίθουσασάλα μεγάλη αίθουσα