„ρόδινος“ ρόδινος [ˈroðinos], ρόδινη, ρόδινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) rosig rosig ρόδινος ρόδινος