ρωγμή
[roɣˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Rissαρσενικό | Maskulinum, männlich mρωγμή σε επιφάνειαρωγμή σε επιφάνεια
- Spaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mρωγμή άνοιγμαSpalteθηλυκό | Femininum, weiblich fρωγμή άνοιγμαρωγμή άνοιγμα
- Dammbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mρωγμή σε φράγμαρωγμή σε φράγμα
ejemplos
- ρωγμή εδάφουςErdspalteθηλυκό | Femininum, weiblich f