ρυμούλκηση
[riˈmulkjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Abschleppenουδέτερο | Neutrum, sächlich nρυμούλκηση αυτοκίνητο | Autoαυτοκρυμούλκηση αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
ejemplos
- ρυμούλκηση με συρματόσκοινοSeilzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m