„ρευματολήπτης“: αρσενικό ρευματολήπτης [revmatoˈliptis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Stecker Steckerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρευματολήπτης ρευματολήπτης