„ρεζίλης“: αρσενικό ρεζίλης [reˈzilis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Witzfigur Witzfigurθηλυκό | Femininum, weiblich f ρεζίλης ρεζίλης