„ραφή“: θηλυκό ραφή [raˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Naht, Nähen, Schnitt Nahtθηλυκό | Femininum, weiblich f ραφή σημείο εφαρμογής ραφή σημείο εφαρμογής Nähenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ραφή ράψιμο ραφή ράψιμο Schnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m ραφή κόψιμο, γραμμή ραφή κόψιμο, γραμμή