„ρίξιμο“: ουδέτερο ρίξιμο [ˈriksimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Einwurf Einwurfαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρίξιμο ρίξιμο