„πυράκτωση“: θηλυκό πυράκτωση [piˈraktosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Glühen Glühenουδέτερο | Neutrum, sächlich n πυράκτωση πυράκτωση