πτυχιούχος
[ptiçˈiuxos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, πτυχιούχα, πτυχιούχοVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- diplomiertπτυχιούχοςπτυχιούχος
πτυχιούχος
[ptiçˈiuxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Hochschulabsolventαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπτυχιούχοςπτυχιούχος