πρόποδες
[ˈpropoðes]πληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Bergfußαρσενικό | Maskulinum, männlich mπρόποδεςVorgebirgeουδέτερο | Neutrum, sächlich nπρόποδεςπρόποδες